- εύκρεκτος
- εὔκρεκτος, -ον (Α)1. (για έγχορδο όργανο) αυτός που πλήττεται καλά2. (για ύφασμα ή για τις κλωστές τού στημονιού) ο καλοϋφασμένος, ο πλεγμένος καλά («εὐκρέκτους... μίτους», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρεκτός (< κρέκω «χτυπώ με το πλήκτρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.